- γυμνικός
- γυμνικός, -ή, -όν (Α)αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για γυμναστικές ασκήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός, ως επίθετο τού αγών για διάκριση από τα «μουσικός ή ιππικός αγών»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικός — ή, ό ο σχετικός με τη γυμνότητα: Στη αρχαία Ελλάδα διεξάγονταν γυμνικοί αγώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμνικά — γυμνικός of neut nom/voc/acc pl γυμνικά̱ , γυμνικός of fem nom/voc/acc dual γυμνικά̱ , γυμνικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικῶν — γυμνικός of fem gen pl γυμνικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικόν — γυμνικός of masc acc sg γυμνικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικώτατον — γυμνικός of masc acc superl sg γυμνικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικαί — γυμνικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικοῖς — γυμνικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικοί — γυμνικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικοῦ — γυμνικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)